επίστημι

επίστημι
ἐπίστημι (Α)
ιων. τ. βλ. εφίστημι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίστημι — ἐφίστημι set pres ind act 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφίστημι — (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι) διορίζω, τοποθετώ νεοελλ. 1. (αόρ.) επέστην πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως») 2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξει μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”